Λαγίδες

Λαγίδες
Άλλη ονομασία της δυναστείας των Πτολεμαίων (βλ. λ.), η οποία οφείλεται στον Λάγο, Μακεδόνα από την Εορδαία, πατέρα του Πτολεμαίου A’, βασιλιά της Αιγύπτου (304-283 π.Χ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λαγίδες — (leporidae). Οικογένεια θηλαστικών της τάξης των λαγομόρφων, που περιλαμβάνει περίπου 54 είδη. Στην οικογένεια αυτή ανήκουν ο λαγός και το κουνέλι. Πρόκειται για μικρά, φυτοφάγα ζώα με ωοειδές κεφάλι, μακριά αφτιά και ενισχυμένο το πάνω χείλος… …   Dictionary of Greek

  • τρωκτικά — Τάξη θηλαστικών που αποτελείται από μεγάλο αριθμό ειδών, πολύ διαφορετικών στις διαστάσεις, στη μορφή και στις συνήθειες. Ο πιο σπουδαίος διακριτικός χαρακτήρας είναι η οδοντοφυΐα, χωρίς κυνόδοντες και γενικά μόνο με 4 κοπτήρες, πολύ μακριούς και …   Dictionary of Greek

  • λαγκοανική φυλή — Μία από τις τυπικές φυλές της Νότιας Αμερικής –σύμφωνα με την ταξινόμηση του ανθρωπολόγου Ρενάτο Μπιαζούλτι– που χαρακτηρίζεται από ανάστημα λίγο κατώτερο του μέσου (1,60 μ.), στενό και ψηλό (δολιχόμορφο) κρανίο, πλατύ πρόσωπο με έντονα υπερόφρυα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”